μπαγκατέλα

μπαγκατέλα
η
(λ. ιταλ.), ασήμαντο πράγμα, ασυνάρτητα λόγια: Λέει πάντα μπαγκατέλες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μπαγκατέλα — Σύμφωνα με την κυριολεκτική σημασία της λέξης (παράγεται από το λατινικό baca = μικρό πράγμα), ο όρος σημαίνει στη μουσική μια σύνθεση σύντομη, εύκολη και ελαφριά. Την εισήγαγε ο Φρανσουά Κουπερέν και έγινε δεκτή επανειλημμένα από τον Μπετόβεν, ο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”